ακροπτερύγιο

ακροπτερύγιο
το (Αερον.)
το εξωτερικό άκρο τής πτέρυγας αεροπλάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ακροπτερύγιος — α, ο 1. χαρακτηρισμός εξαρτημάτων αεροσκαφών, που τοποθετούνται στα ακροπτερύγια «ακροπτερύγια δεξαμενή», «ακροπτερύγιος πλωτήρας» 2. (το ουδέτ. ως ουσ.) το ακροπτερύγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (Ι) + πτερύγιον, υποκ. < πτέρυξ το ουδ. ακροπτερύγιο …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”